διατρέχω

διατρέχω
(AM διατρέχω)
1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον»)
2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του»)
3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί («ληστές διατρέχουν την ύπαιθρο», «γυναικῶν διατρεχουσῶν εἰς ἀγοράν»)
μσν.- νεοελλ.
1. διαδίδομαι, απλώνομαι («φήμες διατρέχουν την πόλη», «ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός»)
νεοελλ.
1. (μτχ. ενεστ. ή αορ. ως ουσ.) τα διατρέχοντα, τα διατρέξαντα
γεγονότα, συμβάντα
2. φρ. «διατρέχω κίνδυνο» — βρίσκομαι σε κίνδυνο, απειλούμαι
αρχ.-μσν.
(για σύντομα χρονικά διαστήματα) περνώ γρήγορα ή περνώ χωρίς σημαντικά γεγονότα
μσν.
1. τρέχω, σπεύδω («oἱ ἄγγελοι διατρέχουσιν νὰ πάρουν τὴν ψυχήν του»)
2. (για αρρώστια) ενσκήπτω, πέφτω (ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λιμική»)
αρχ.
1. βρίσκομαι σε κίνηση, ζω σ' έναν τόπο
2. «διατρέχω εἰς...» — φθάνω, καταλήγω
3. «διατρέχω μέχρι» — εισδύω, εισχωρώ
4. φρ. «ταχέως ή τάχιστα διατρέχω τον λόγον» — αναφέρω σύντομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατρέχω — run across pres subj act 1st sg διατρέχω run across pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρέχω — διατρέχω, διέτρεξα βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διατρέχω — διάτρεξα και διέτρεξα 1. τρέχω από τη μια άκρη στην άλλη: Κρύος ιδρώτας διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη. 2. διανύω ένα χρονικό ή τοπικό διάστημα: Διέτρεξα την απόσταση γρήγορα με αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατρέχῃ — διατρέχω run across pres subj mp 2nd sg διατρέχω run across pres ind mp 2nd sg διατρέχω run across pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδραμόν — διατρέχω run across aor part act masc voc sg διατρέχω run across aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδραμόντα — διατρέχω run across aor part act neut nom/voc/acc pl διατρέχω run across aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδραμόντων — διατρέχω run across aor part act masc/neut gen pl διατρέχω run across aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδράμετε — διατρέχω run across aor imperat act 2nd pl διατρέχω run across aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδράμῃ — διατρέχω run across aor subj mp 2nd sg διατρέχω run across aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρεχόντων — διατρέχω run across pres part act masc/neut gen pl διατρέχω run across pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”